- υποανάπτυξη
- η, Ν(οικον.) βλ. υπανάπτυξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπανάπτυξη — και υποανάπτυξη, η, Ν (κοινων. οικον.) φαινόμενο χαρακτηριστικό τών χωρών τού λεγόμενου τρίτου κόσμου, οι οποίες έχουν πολύ χαμηλό οικονομικό δυναμικό, οφειλόμενο στην ιστορική εξέλιξή τους, φαινόμενο τού οποίου κύρια στοιχεία είναι μεταξύ άλλων… … Dictionary of Greek